εὐπερίγραπτος

εὐπερίγραπτος
εὐπερίγραπτος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευπερίγραπτος — η, ο (ΑΜ εὐπερίγραπτος, ον) 1. αυτός που περιγράφεται εύκολα 2. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, κομψό περίγραμμα. επίρρ... εὐπεριγράπτως (Μ) σύντομα, με λίγα λόγια …   Dictionary of Greek

  • εὐπερίγραπτον — εὐπερίγραπτος masc/fem acc sg εὐπερίγραπτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπεριγράπτοις — εὐπερίγραπτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπεριγράπτου — εὐπερίγραπτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπεριγράπτους — εὐπερίγραπτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπεριγράπτῳ — εὐπερίγραπτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”